Abbie – Aztec two-step

Abbie: Εβραίος, εκ του Abraham  (ΗΠΑ, προσβλητικό)

ABC: Αμερικανοκινέζος, εκ του American-born Chinese (ΗΠΑ, προσβλητικό)

abid: μαύρος, αράπης, εκ της αραβικής λέξης που σημαίνει σκάβος (Μ. Ανατολή, προσβλητικό)

absobloodylootely: αυτό σίγουρα

abo: Αβορίγινας (προσβλητικό)

A.C.A.B.: μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι. Εκ του “all cops are bastards”

AC/DC: αμφισεξουαλικός, τηγανίζει το ψάρι κι από τις δύο πλευρές

ace (1): γαμάτο, και πρώτο

ace (2): καθαρίζω, πρωτεύω

ace (4): κώλος (στην Αυστραλία)

ace in the hole:  άσος στο μανίκι

acid:  LSD

acid casualty:  θύμα του LSD

acid flash:  φλασιά από LSD

a crapella:  όταν τραγουδάς ακούγοντας μουσικήμε ακουστικά

addy:  διεύθυνση

af: μαύρος, αράπης (Ζιμπάμπουε, τ. Ροδεσία, προσβλητικό)

AF (as fuck): έως τα μπούνια, πάρα πολύ

afaik: εξ όσων γνωρίζω

Afro-Saxon: λευκός που έχει κόλλημα με μαύρη μουσική (ΗΠΑ, προσβλητικό)

a gas: πολλή φάση, πολύ πλάκα

aggro: φασαρία, ξυλίκι

agitate the gravel:  τηγκανά

a-hole:  μαλάκας, κωλοτρυπίδι (εκ του asshole)

airhead: βούρλο, ξανθιά

alkie: αλκολικός, άλκης

all-ears: είμαι όλος αυτιά

alley cat: αλάνι

alligator bait: μαύρος, αράπης  (ΗΠΑ, προσβλητικό)

all right? Όλα καλά;

alrighty: νταξ

all show and no go: τζάμπα μάγκας

all wet: κάνεις λάθος

AMA: ρώτα με ότι θες, εκ του Ask Me Anything

amazeballs: φοβερό, δεν υπάρχει

ambisextrous: αμφισεξουαλικός, τηγανίζει το ψάρι κι από τις δύο πλευρές

amigo: κολλητάρι

ammunition: κωλόχαρτο

amped: πωρωμένος με κάτι

an old hand: μάστορας, παλιά καραβάνα

anal:  πρωκτικό

anal (in the psychobabble sense):  πρωκτικάντζα, σφιχτοκουράδας, σφιχτοκώλης

anal impaler: πούτσος

anally retentive (in the psychobabble sense): πρωκτικάντζα, σφιχτοκουράδας, σφιχτοκώλης

anarcho-stalinist: αναρχοσταλίνα

ankle biter: νιάνιαρο

Ann: λευκή γκόμενα ή μαύρη που το πείζει λευκή (ΗΠΑ, προσβλητικό)

annamite: Βιετναμέζος (ΗΒ, προσβλητικό)

anorak: άνθρωπος με πολλή περιέργεια για κάτι

and Bob’s your uncle: κι είσαι εντάξει, και καθάρισες

antifreeze: ξίδια, ποτό

anti-vaxxer: αντίθετος με εμβολιασμούς για αντιεπιστημονικούς / πcεκασμένους λόγους

antsy: νευρικός, μπριζωμένος

ape: μαύρος, αράπης (ΗΠΑ, προσβλητικό)

ape-shit: μουρλός, εκτός ελέγχου

apple: ινδιάνος (ερυθρόδερμος) μόνο κατ’ όνομα, εκ του red on the outside but white in the inside (ΗΠΑ, αργκό ερυθρόδερμων, προσβλητικό)

arabush: άραβας (Ισραήλ, προσβλητικό)

are you in?  ψήνεσαι;

arm cardio: το καταχτύπι, ο αυνανισμός

armpit: κωλομέρος, σαν μπουρδέλο

armo: Αρμενοαμερικάνος/α (ΗΠΑ)

around the block: περπατημένος

arse: κώλος, μαλάκας (στο Η.Β.)

arse about face: ανάποδα, τρώω σούπα (στο Η.Β.)

arse over elbow: ανάποδα, τρώω σούπα (στο Η.Β.)

arse over tit: ανάποδα, τρώω σούπα (στο Η.Β.)

arsehole: κωλοτρυπίδι, μαλάκας (στο Η.Β.)

arseholed: λιώμα, κωλοτρυπίδι (στο Η.Β.)

arse-man: κωλάκιας (στο Η.Β.)

arsewipe: κωλόχαρτο (στο Η.Β.)

artillery: βελόνες και λοιπά παραφερνάλια του πραζάκια

artsy-fartsy: κουλτουριάρης/ικο

asap: ασάπ, σφαίρα, τσαμπούκ-τσαμπούκ

as fuck: έως τα μπούνια, πάρα πολύ

a sight for sore eyes:  χαίρομαι που σε βλέπω, χρόνια και ζαμάνια, χάρμα οφθαλμών

askhole: ερωτησάκιας

aspro: αρσενική πόρνη

ass: κώλος, μαλάκας

assbag: βλακέντιος, ζωντόβολο

assbandit: πουστάρα

assbanger: πουστάρα, κωλομπαράς

assbite: βλακέντιος, ζωντόβολο

asscock: βλακέντιος, ζωντόβολο

asscracker: κώλος

assed: ντίρλα

assface: κώλος

ass fuck: κωλογαμήσι

assgoblin: πούστης

asshat: μαλάκας, κόπανος, βλακέντιος, ζωντόβολο

asshole (1): κωλοτρυπίδα

asshole (2): μαλάκας

asshopper: πουστάρα

ass jabber: πούστης

assjacker: πουστάρα

asslick: μαλάκας, κόπανος, βλακέντιος, ζωντόβολο

asslicker: κωλογλείφτης

assmonkey: μαλάκας, κόπανος, βλακέντιος, ζωντόβολο

assmucus: πρωκτικές βλέννες

assnigger: κωλοαράπης

assoholic:  καθίκι, τρόμπας

asspirate: πούστης

asswad: κώλος

asswipe: σφουγγοκωλάριος

at sea: μπερδεμένος, τα έχει χαμένα

attaboy: ωραίος, μπράβο!

attention whore: προσοχοπόρνη, ατενσιοχοριλίκι

auditioning the finger puppets: την παίζω

aunt Jemima: μαύρη θείτσα (ΗΠΑ, προσβλητικό)

aussie: Αυστραλός

automagically:  αυτομαγικά

awesome: γαμάτο, τζάμι

awol: Α-Α (αδικαιολογήτως απών)

axe: κιθάρα

axwound: μουνί

Aztec two-step: τσίρλα

Leave a comment